- υπνοφρενία
- η, Νη διανοητική κατάσταση κάποιου που κοιμάται ή υπνοβατεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -φρενία (< -φρενής < φρήν, φρενός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek